εὐημερεῖ — εὐημερέω spend one s days cheerfully pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) εὐημερέω spend one s days cheerfully pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευέστιος — εὐέστιος, ον (Α) [ευεστώ] αυτός που ακμάζει, που ευημερεί … Dictionary of Greek
Κωνσταντίνη — (Constantine, αραβ. Μπλαντ ελ Χάουα). Πόλη (462.187 κάτ. το 1998) της Αλγερίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης διοικητικής περιφέρειας (2.288 τ. χλμ., 810.914 κάτ.).Είναι χτισμένη σε οχυρή θέση, πάνω σε ένα βραχώδες οροπέδιο με υψόμετρο περίπου 650 μ.,… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Πέλλας, νομός — Διοικητική διαίρεση της περιφέρειας Kεντρικής Μακεδονίας, στο βορειοδυτικό τμήμα της, που συνορεύει στα Β με τα Σκόπια, στα Α με τους νoμούς Κιλκίς και Θεσσαλονίκης, στα Ν με τους νομούς Ημαθίας και Κοζάνης και στα Δ με τον νομό Φλώρινας. Έχει… … Dictionary of Greek